Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Μαίρη Σλέσσορ

 Η Μαίρη Σλέσσορ (1948-1915) ήταν Σκωτσέζα ιεραπόστολος στη Νιγηρία. 

Γεννήθηκε στο Γκίλκομστον του Αμπερντήν, σε μια φτωχή οικογένεια που δεν διάθετε τα μέσα για κανονική εκπαίδευση. H Mαίρη ήταν το δεύτερο από τα εφτά παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας της, ο Ρόμπερτ Σλέσσορ, που καταγόταν από το Μπάχαν, ήταν τσαγκάρης. Η μητέρα της ήταν αφιερωμένη Χριστιανή. Το 1859, η οικογένεια μετακόμισε στο Νταντή για να βρει δουλειά. Ο Ρόμπερτ Σλέσσορ ήταν αλκοολικός, και καθώς δεν μπορούσε να συνεχίσει το επάγγελμα του τσαγκάρη, άρχισε να δουλεύει ως εργάτης σε μύλο. Η μητέρα της ήταν πεπειραμένη υφάντρια και δούλευε σε μύλο. Σε ηλικία 11 χρονών, η Μαίρη άρχισε να δουλεύει με ημιαπασχόληση, δηλ. πήγαινε στο σχολείο για μισή μέρα και δούλευε στην εταιρεία για την άλλη μισή.
Οι Σλέσσορς έμειναν σε φτωχογειτονιά του Νταντή. Ο πατέρας της Μαίρης και τα δυο αδέλφια της πέθαναν από πνευμονία, αφήνοντας μόνο τη Μαίρη και τις δυο της αδελφές. Μέχρι ηλικίας 14 χρονών, είχε γίνει επιδέξια εργάτρια γιούτας, και δούλευε από τις 6 το πρωί μέχρι 6 το απόγευμα, με μια μόνη ώρα για πρωινό και μεσημεριανό. Σύμφωνα με δικά της λόγια εκείνη την εποχή ήταν «ζωηρό κορίτσι», χωρίς ενδιαφέρον για τα πράγματα του Θεού. Ήταν όμως μια γειτόνισσα, που ένοιωθε βάρος ευθύνης για τα κορίτσια της περιοχής και τα μάζευε στο σπίτι της για να τους μιλήσει για τον Ιησού Χριστό. Κάποια μέρα, το μήνυμα της σωτηρίας άγγιξε την καρδιά της. H Mαίρη μπήκε στη Βασιλεία του Θεού με φόβο – «αρπάχτηκε από τη φωτιά»- αλλά όταν μπήκε, βρήκε μια Βασιλεία αγάπης. Και αργότερα στη διακονία της πάντα θα μιλούσε για την αγάπη του Χριστού. Άρχισε αμέσως να αυξάνεται στην Χάρη με μεγάλο δυναμισμό και ζήλο για τις ψυχές. Το εδάφιο της ζωής της ήταν τα λόγια του Χριστού «Μάθετε από Μένα». Και αυτό ακριβώς έκανε. Έμαθε για τη συμπόνια του Χριστού, το πάθος Του για ψυχές, το κουράγιο Του, έμαθε για τη δύναμη της προσευχής. Αγαπούσε τον Κύριο και είχε μια πνευματική ακτινοβολία που προσείλκυε τις ψυχές σ’ Εκείνον. Ζήτησε να διδάξει στο Κυριακό Σχολείο.
Σε ηλικία 27 χρονών, έμαθε για το θάνατο του David Livingstone και αποφάσισε να ακολουθήσει τα ίχνη του στον ιεραποστολικό αγρό.
Μετά από σύντομες σπουδές στο Εδιμβούργο, η Μαίρη σάλπαρε στις 5 Αυγούστου 1876 για την Αφρική. Έφτασε στο προορισμό της στο Καλαμπάρ της Δυτικής Αφρικής ένα μήνα αργότερα. Ήταν 28 χρονών, με κόκκινα μαλλιά και γαλανά μάτια που έλαμπαν από ενθουσιασμό για το δύσκολο έργο που την περίμενε. Είχε περιγράψει τον εαυτό της ως «μικροκαμωμένη, αδύνατη και όχι πολύ δυνατή».
Η μαγεία και η δεισιδαιμονία επικρατούσαν σε μια κοινωνία που είχε διαλυθεί από το εμπόριο σκλάβων. Ανθρώπινες θυσίες ακολουθούσαν το θάνατο των αρχηγών του χωριού και η τελετουργική δολοφονία διδύμων ήταν κάτι το ιδιαίτερο αποκρουστικό για τη νέα ιεραπόστολο. Οι έντονες προσπάθειές της σ’ αυτό το χώρο έφεραν μεγάλους καρπούς. Οι ιθαγενείς θεωρούσαν ότι όταν γεννιόντουσαν δίδυμα, το ένα απ’ αυτά ήταν δαιμονισμένο. Επειδή κανένας δεν ήξερε ποιο ήταν το «πονηρό», και τα δυο εγκαταλείπονταν ή σκοτωνόντουσαν και η μητέρα τους εξοστρακιζόταν.
Η Μαίρη Σλέσσορ κατάλαβε ότι θα χρειαζόταν μια γενιά πολιτιστικής μεταβολής για να κάνει τη διαφορά. Εργάστηκε στο επίπεδο του απλού λαού, υιοθετούσε εκείνα τα παιδιά και έδειχνε με το παράδειγμά της τι πρέπει να αλλάξει. Έσωσε εκατοντάδες δίδυμα που τα είχαν αφήσει στη ζούγκλα για να πεθάνουν. Ανάμεσά τους ήταν και η Τζέινυ που την πήρε μαζί της στη Σκωτία.
Σ’ αυτή τη πρωτόγονη κοινωνία, οι γυναίκες μεταχειρίζονταν χειρότερα από τα ζώα, και η Μαίρη βελτίωσε τη θέση τους στην κοινωνία σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να θεωρείται μια πρωτοπόρος γυναικείων δικαιωμάτων στην Αφρική. Έμαθε άπταιστα τη γλώσσα Εφίκ, και έμεινε μαζί με τους ιθαγενείς για να γνωρίσει σε βάθος την κουλτούρα και τα έθιμά τους καθώς και την καθημερινή ζωή εκείνων που διακονούσε τόσο πιστά. Έμαθε να τρώει το φαγητό τους – έτσι και αλλιώς δεν διέθετε χρήματα να μαγειρεύει, επειδή έστελνε ένα μεγάλο ποσοστό του μισθού της στην οικογένειά της.
To μέσο προσδόκιμο ζωής των ιεραποστόλων ήταν λίγα χρόνια. Ήρθαν σε χώρα με καταχνιές στα ποτάμια και ανυπόφορη ζέστη, όπου θέριζαν οι ασθένειες και οι λοιμώξεις. Εκατοντάδες αρρώσταιναν, και ακόμα κι αν επιβίωναν και γύριζαν στην πατρίδα τους, πάθαιναν επαναλαμβανόμενους πυρετούς και άλλα προβλήματα υγείας όλη τη ζωή τους. Η Μαίρη, πάντα θαρραλέα, έπαιρνε αψήφιστα τις εμπειρίες της, αλλά διαβάζοντας κανείς ανάμεσα στις γραμμές, πίσω από το χιούμορ και το στωικισμό της, διακρίνει τις ταλαιπωρίες 40 ετών εξασθενητικών παθήσεων. Στις αρχές του 20ου αιώνα, μερικές θεραπείες και εμβόλια άρχισαν να γίνονται διαθέσιμα, και η Μαίρη παρείχε εμβόλια για τη φοβερή ασθένεια της ευλογιάς και ίδρυσε ιεραποστολικά νοσοκομεία για τους ιθαγενείς.
Παρόλη τη καρποφόρα της διακονία, το 1888, ζήτησε την άδεια να πάει στο εσωτερικό της χώρας όπου έμεναν οι λαοί Οκογιόνγκ και Εφίκ, σε μια περιοχή που θεωρείτο πολύ επικίνδυνη αφού είχαν σκοτωθεί εκεί άνδρες ιεραπόστολοι. Τελικά της επέτρεψαν. Ο φόβος δεν την εμπόδιζε ποτέ. Θα γράψει: «Συχνά είχα ένα τεράστιο κόμπο στο λαιμό μου...πολλές φορές το θάρρος μου απειλούσε ότι θα πάρει φτερά και θα πετάξει». Συχνά είχε 12 παιδιά στο σπίτι της, παιδιά που είχε σώσει.
Άρχισε να κηρύττει το ευαγγέλιο με απίστευτα αποτελέσματα. Ολόκληρη η περιοχή άλλαξε δια του κηρύγματος του λόγου του Θεού. Πολλές ψυχές παραδόθηκαν στον Χρίστο. Δημιούργησε ένα βασικό οικονομικό σύστημα για τη φυλή Οκογιόνγκ, φύτεψε εκκλησίες και δίδαξε την επόμενη γενιά ιεραποστόλων.
Μένοντας σε ένα παραδοσιακό σπίτι κοντά στους ιθαγενείς, το 1892 η Μαίρη έγινε υποπρόξενος των Οκογιόνγκ και προέδρευε στο τοπικό δικαστήριο. Στην πατρίδα της τη λέγανε «τη Λευκή Βασίλισσα των Οκογιόνγκ».
Η Μαίρη ήταν 55 χρονών όταν ο Κύριος την κάλεσε να κάνει πρωτοποριακές εκστρατείες αλλού. Αυτό σημαίνει ότι για 10 ακόμα χρόνια έφερνε το ευαγγέλιο σε φυλές που δεν είχαν ακούσει για τον Ιησού. Σ’ εκείνη τη περίοδο, την κάλεσε στους Αζο. Ήταν μια ιδιαίτερη επικίνδυνη διακονία γιατί η περιοχή ήταν γεμάτη κανίβαλους. Ακόμα και εδώ άνθρωποι γνώρισαν τον Χριστό.
Το 1904, η Μαίρη ευαγγελίστηκε και μαθήτευσε τη φυλή Ίτου. Έμεινε εδώ αρκετά χρόνια και δημιούργησε μια ιεραποστολική βάση για τη νεότερη γενιά ιεραποστόλων.
Όταν πέθανε το 1915, τιμήθηκε με επίσημη κηδεία, στην οποία συμμετείχαν ανώτατοι Βρετανοί αξιωματούχοι με πλήρη στολή. Τα νέα διαδόθηκαν στο Καλιμπάρ, σ’ όλη την Αφρική, παντού: «Η μητέρα όλων πέθανε!» Τη θυμούνται μέχρι σήμερα με αγάπη οι λαοί Εφίκ και Οκογιόνγκ γιατί η κληρονομιά της ήταν κληρονομιά ελέους. Ήταν ευαίσθητη στην κουλτούρα και τις ανάγκες των ανθρώπων. Τους αγαπούσε ως ανθρώπους. Η μεγάλη της επίδραση αποκαλύφθηκε μετά το θάνατό της με τα γράμματα που είχε λάβει. Εκείνο που είχε κάνει εντύπωση στους ανθρώπους ήταν η απλή, χαρούμενη, γεμάτη αγάπη ανθρωπιά της. Η αγάπη της για τον Κύριο. Θυμόμαστε το ρητό, «Αν έχεις αγάπη, θα γίνουν θαύματα».
Βοήθησέ μας, Κύριε, να μάθουμε κι εμείς από Σένα.