- Είμαι έτοιμος, μπαμπά.
Ο μπαμπάς του, ο ποιμένας της εκκλησίας, είπε, «Ετοιμος για τι πράγμα;»
- Μπαμπά, είναι ώρα να βγούμε έξω για να διανείμουε τα φυλλάδια.
- Αγόρι μου, κάνει πολύ κρύο και ψιλοβρέχει.
Το παιδί έμεινε κατάπληκτο και είπε, «Ναι, μπαμπά, αλλά οι άνθρωποι πρέπει να μαθαίνουν για τον Θεό και τις βροχερές μέρες».
Ο μπαμπάς απάντησε, «Παιδί μου, δε θα βγω έξω μ’αυτό το καιρό».
Απελπισμένο, το παιδί είπε, «Μπαμπά, μπορώ να πάω μόνος μου; Παρακαλώ!»
Ο πατέρας του δίστασε γι’ ένα λεπτό και είπε, «Αγόρι μου, μπορείς να πας. Πάρε τα φυλλάδια, και πρόσεξε».
Και ο γιος βγήκε έξω. Ο 11χρονος περπάτησε σ’ όλους τους δρόμους του χωριού, δίνοντας φυλλάδια σ’ όλους όσους συναντούσε.
Για δυο ώρες περπατούσε στη βροχή και με το τελευταίο φυλλάδιο στο χέρι του, σταμάτησε σε μια γωνιά μήπως δει κάποιο για να του δώσει το φυλλάδιο, αλλά οι δρόμοι ήταν έρημοι. Στράφηκε στο πρώτο σπίτι που έβλεπε, χτύπησε το κουδούνι και περίμενε. Κανένας δεν ήρθε.
Τελικά ετοιμαζόταν να φύγει, αλλά κάτι τον σταματούσε. Αρχισε πάλι να χτυπάει το κουδούνι και να βαράει την πόρτα με τις αρθρώσεις των δακτύλων του. Περίμενε. Τελικά η πόρτα άνοιξε απαλά.
Βγήκε μια κυρία με λυπημένο πρόσωπο και τον ρώτησε ευγενικά:
- Τι μπορώ να κάνω για σένα, παιδί μου;
Με μάτια που έλαμπαν και ένα φωτεινό χαμόγελο, το παιδί είπε:
- Κυρία μου, συγγνώμη αν σε ανησύχησα, απλά θέλω να σου πω ότι ο Θεός σ’ αγαπάει πραγματικά και ήρθα να σου δώσω το τελευταίο μου φυλλάδιο που γράφει για τον Θεό και τη μεγάλη Του αγάπη.
Της έδωσε το φυλλάδιο.
Η κυρία είπε, «Ευχαριστώ, παιδί μου, ο Θεός να σε ευλογήσει!»
~.~
Την επόμενη Κυριακή, ο ποιμένας ήταν στον άμβωνα και όταν άρχισε η συνάθροιση, ρώτησε:
- Μήπως κάποιος έχει μια ομολογία, κάτι που θέλει να μοιραστεί;
Στην τελευταία σειρά καθισμάτων, σηκώθηκε μια ηλικιωμένη κυρία. Οταν άρχισε να μιλάει το πρόσωπό της ακτινοβολούσε.
- Κανένας σ’ αυτή την εκκλησία δεν με γνωρίζει. Δεν ήρθα ποτέ εδώ. Ακόμα και την περασμένη Κυριακή δεν ήμουν Χριστιανή. Πριν λίγο καιρό πέθανε ο άνδρας μου, αφήνοντάς με εντελώς μόνη. Η περασμένη Κυριακή ήταν μια παγερή και βροχερή μέρα. Eίχα φτάσει στο χείλος της απόγνωσης. Δεν είχα πια ελπίδα και δεν ήθελα να ζήσω πλέον. Πήρα μια καρέκλα και ένα σχοινί και πήγα στη σοφίτα. Εδεσα τη μια άκρη του σχοινιού στα δοκάρια, σηκώθηκα στη καρέκλα και έβαλα την άλλη άκρη στο λαιμό μου. Στεκόμουνα εκεί, μόνη και απελπισμένη, και ετοιμαζόμουνα να πηδήξω από την καρέκλα, όταν ξαφνικά άκουσα κάποιον να χτυπάει δυνατά την πόρτα. Σκέφθηκα: «Θα περιμένω ένα λεπτό και όποιος χτυπάει θα φύγει».
Περίμενα και περίμενα, αλλά τα χτυπήματα γίνονταν όλο και πιο δυνατά. Δεν μπορούσα να τα αγνοήσω πια. Ποιος ήταν άραγε; Κανένας δεν με επισκέπτεται ποτέ. Eλευθέρωσα το σχοινί από το λαιμό μου και πήγα στην πόρτα.
Όταν άνοιξα την πόρτα, δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου. Στεκόταν εκεί ένα αγγελικό παιδί που ακτινοβολούσε ολόκληρο. Δεν μπορώ να περιγράψω το χαμόγελό του. Τα λόγια που βγήκαν από το στόμα του ζωντάνεψαν τη καρδιά μου που είχε πεθάνει πριν τόσα χρόνια. Είπε με φωνή Χερούβ, «Κυρία μου, απλά θέλω να σου πω ότι ο Θεός πραγματικά σ’αγαπάει».
Όταν ο μικρός άγγελος εξαφανίστηκε στο κρύο και τη βροχή, έκλεισα την πόρτα μου και διάβασα κάθε λέξη από το φυλλάδιο. Τότε ανέβηκα στη σοφίτα και απομάκρυνα τη καρέκλα και το σχοινί.
Δεν τα χρειαζόμουνα πια. Όπως βλέπετε είμαι μια χαρούμενη θυγατέρα του Βασιλιά.
Επειδή, όταν έφυγε το αγόρι, κατευθυνόταν προς αυτή την εκκλησία, ήρθα προσωπικά να ευχαριστήσω εκείνο το αγγελούδι του Θεού που ήρθε πάνω στην ώρα για να με σώσει από μια αιωνιότητα στην κόλαση. Μου χάρισε μια αιωνιότητα στον ουρανό στην παρουσία του Θεού.
Όλοι οι αδελφοί κλάψανε.
Ο ποιμένας κατέβηκε από τον άμβωνα και κλαίγοντας ανεξέλεγκτα, αγκάλιασε το γιο του που καθόταν στην πρώτη σειρά.
Παρακαλώ, μοιραστείτε αυτό το μήνυμα και με άλλους. Μην ντραπείτε να μοιραστείτε το λόγο του Θεού. Aλλάζει ζωές.
- Κey Mathis
