Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2021

COUNTZINZENDORF: Ο πλούσιος νεαρός που είπε, Ναι

 

«Έχω μόνο ένα πάθος - Εκείνος, μόνο Εκείνος. Ο κόσμος είναι ο αγρός και ο αγρός είναι ο κόσμος﮲ και από τώρα και στο εξής πατρίδα μου θα είναι εκείνη η χώρα όπου θα είμαι πιο χρήσιμος για την σωτηρία ψυχών για τον Χριστό»
Κόμης Ζίνζεντορφ

Στους Μοραβούς αδελφούς χρωστάμε μερικές από τις πιο εμπνευσμένες ιστορίες θυσίας στην ιστορία των ιεραποστολών. Mε παράδειγμά τους τον Κόμη Ζίνζεντορφ, ένας σε κάθε 60 Μοραβιανούς πήγαινε στον ιεραποστολικό αγρό, φυτεύοντας τον Λόγο του Θεούς στις Παρθένες Νήσους, τη Γροιλανδία, τη Βόρειο Αμερική, τη Νότια Αμερική, τη Νότια Αφρική και το Λαμπραντόρ. Ο Κόμης Ζίνζεντορφ γεννήθηκε το 1700 σε πλούσια και ευγενή οικογένεια. Τον μεγάλωσαν η θεία και η γιαγιά του σε ατμόσφαιρα Ευαγγελικού Ευσεβισμού. Στη διάρκεια των σπουδών του στο Halle, o Nικόλας αφιέρωσε τη ζωή του στον Ιησού. Είχε πάθος για το άπλωμα του ευαγγελίου. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης, ακολουθώντας τις προσδοκίες της οικογένειάς του. Eίχε πάντα διαμάχη στη καρδιά του μεταξύ της οικογενειακής πίεσης και της ευθύνης του απέναντι στον Κύριο. Πόθος της καρδιάς του ήταν να υπηρετήσει τον Χριστό και να παραδώσει τη ζωή του σ’ Εκείνον που έχυσε το Αίμα Του για όλους. Δεν ήθελε να περνάει τη ζωή του με άνεση και καλοπέραση. Τότε το 1719, ο Ζινζεντόρφ συγκινήθηκε βαθιά από ένα πορτραίτο του Χριστού με το αγκάθινο στεφάνι. Aπό κάτω είχε την επιγραφή: «Όλα αυτά τα έκανα για σένα, εσύ τι κάνεις για Μένα;» Ήταν μια αποφασιστική στιγμή για το Νικόλα που τελικά απέρριψε τη ζωή του ευγενή και μπήκε στη διακονία του Χριστού.
Μερικά χρόνια αργότερα, το 1727, την ώρα του Δείπνου του Κυρίου, το Άγιο Πνεύμα επισκέφθηκε δυναμικά όλους τους αδελφούς, και ο Ζίνζεντορφ τους οδήγησε σε προσευχή. Ξεκινώντας με βαθιά πεποίθηση για τον ευαγγελισμό του κόσμου, η συμπροσευχή συνεχίστηκε και εμβάθυνε σε πάθος για τους χαμένους σ’ όλο τον κόσμο. Αυτή η συμπροσευχή που άρχισε το βράδυ της 13 Αυγούστου συνεχίστηκε διαμέσου των Μοραβών, αδιάκοπα για 100 χρόνια. Σίγουρα αυτή η προσευχή υπήρξε η δύναμη πίσω από τις μεγάλες ιεραποστολές των Μοραβών που θα ακολουθούσαν στη διάρκεια του 18ου αιώνα.
Σε μια Ευαγγελική έκθεση το 1791, οι Μοραβοι εξηγούν όμορφα τι τους κινεί να υπάγουν ως ιεραπόστολοι. «Το απλό ελατήριο των αδελφών να στέλνουν ιεραποστόλους σε μακρινές χώρες ήταν και εξακολουθεί να είναι μια φλογερή επιθυμία να προωθήσουν τη σωτηρία των συνανθρώπων τους, κηρύττοντας το ευαγγέλιο του Σώτηρα μας Ιησού Χριστού. Θλίβονταν καθώς άκουγαν για τόσες χιλιάδες, εκατομμύρια ανθρώπους που κάθονται στο σκοτάδι και στενάζουν υπό το ζυγό και τη τυραννία του Σατάν. Θυμόντουσαν τις ένδοξες υποσχέσεις του Θεού ότι και οι ειδωλολάτρες θα είναι καρπός των παθημάτων και του θανάτου του Ιησού. Έχοντας υπόψη την εντολή του Ιησού στους μαθητές Του να πορευτούν σ’ όλο τον κόσμο και να κάνουν μαθητές όλα τα έθνη, είχαν θάρρος και ελπίδα ότι αν πήγαιναν με υπακοή, και πίστη στο λόγο Του, ο κόπος τους δεν θα ήταν μάταιος εν Κυρίω. Δεν στενοχωριόντουσαν όταν σκεφτόντουσαν τα πενιχρά τους μέσα και τις φτωχές ικανότητες, ούτε τους πείραζε ότι σχεδόν δεν ήξεραν το δρόμο προς τους ειδωλολάτρες για τη σωτηρία των οποίων τόσο έντονα λαχταρούσαν. Ούτε σκιάζονταν για την προοπτική ότι θα αντιμετωπίσουν κάθε είδους ταλαιπωρίες και ίσως χάσουν τη ζωή τους. Η αγάπη τους για τον Σωτήρα και τους αμαρτωλούς συνανθρώπους τους για τους οποίους έχυσε το Αίμα Του ξεπερνούσαν κατά πολύ όλα αυτά. Πήγαιναν με τη δύναμη του Θεού τους και Εκείνος έχει κάνει γι’ αυτούς θαυμαστά».
Οι δυο πρώτοι Μοραβοί ιεραπόστολοι, στις 8 Οκτωβρίου 1732, σαλπάρανε από την Kοπεγχάγη για τις Δυτικές Ινδίες. Μαζί τους ταξίδευαν ο Leonard Dober, ένας κεραμέας, και ο David Nitschmann, ένας μαραγκός. Ο σκοπός τους ήταν να ακολουθήσουν την εντολή του Ιησού, «Όπως Mε απέστειλε ο Πατέρας, κι Εγώ αποστέλλω εσάς». Ο Ιησούς όταν έγινε άνθρωπος, είχε αφήσει τα πάντα. Ο Παύλος είπε, «Επειδή, αν και είμαι ελεύθερος από όλους, δούλωσα τον εαυτό μου σε όλους για να κερδίσω τους περισσότερους. ... Σε όλους έγινα τα πάντα, για να σώσω με κάθε τρόπο μερικούς (Α΄Κορ. 9:19-22)». O μόνος τρόπος να πλησιάσουν τους δούλους των Δυτικών Ινδιών ήταν να ενσωματωθούν στη ζωή τους. Αυτοί οι δυο άνδρες άνοιξαν πανιά με σκοπό, αν ήταν ανάγκη, να πουληθούν ως δούλοι για να πλησιάσουν τους δούλους.
Όταν πλησίασαν την ακτή, φώναξαν από το πλοίο, «Μακάρι το σφαγμένο Αρνίο να δεχθεί την ανταμοιβή των παθημάτων Του!» μήνυμα που θα γινόταν το συναγερμικό κάλεσμα όλων των μελλοντικών ιεραποστόλων των Μοραβών. Όταν έφτασαν στο προορισμό τους, οι Μοραβοί, ξεφόρτωναν τα ελάχιστα υπάρχοντά τους, και έκαιγαν τα πλοία. Αρνιόντουσαν να κοιτάνε πίσω στην χώρα από την οποία βγήκαν. Επιθυμούν μια καλύτερη, δηλαδή, επουράνια (Εβρ. 11:15,16).Το πάθος των Μοραβών για τις ιεραποστολές ήταν μεγάλο, επειδή το πάθος τους για τον Θεό ήταν μεγάλο.
- Claude Hickman