Δίψα
Έψαξα για να βρω νερό
νερό να ξαποστάσω
κι
πύρα το χείμαρρο ξερό,
ξερό να ξεδιψάσω.
Γύρεψα
δέντρο και σκιά,
σκιά να πάρω ανάσα
μα
‘χε τα κλώνια του ξερά,
ξερά, θανάτου κάψα.
Μου
‘σβύνε ο αγέρας το κερί
- κερί μου προδωμένο -
που
να ‘βρω φως και απαντοχή...
κι απαντοχή προσμένω.
Κατέβασα
απ ‘τα ράφια σας,
τα ράφια της σοφίας
κι
απόζεψα τα άτια σας,
άτια της αγνωσίας.
Εσούρθηκα
στ’ ακρόβραχο
κι ακρόβραχο η αγάπη –
στυφό
το στόμα κι άβρεχο,
άβρεχο πικραλάτι.
Πέφτω
το βράδυ νηστικός
και νηστικός το γιόμα,
κι αν
δεν ερχόταν ο Χριστός
θα δίψαγα ακόμα.
ΣΙΠ
