Δεν υπήρχε μόνο σύγκρουση και πόνος όταν μια ψυχή στράφηκε στον Χριστό. Υπήρχε και θαυμάσια χαρά. Η Αμμά ποτέ δεν ξέχασε την ημέρα όταν μαζί με άλλους επισκέφθηκε ένα γέροντα που είχε φυλακιστεί με ψεύτικες κατηγορίες. Σε μια προηγούμενη επίσκεψη ήταν βυθισμένος σε απελπισία, αλλά η Αμμά του είχε δώσει μια ΚΔ στη γλώσσα Ταμίλ, και η οικογένεια άρχισε να προσεύχεται. Η Αμμά αναφέρει το αποτέλεσμα:
Μια μέρα μας δόθηκε η ευκαιρία να τον δούμε. Σχεδόν δεν τον γνωρίσαμε. Η απελπισία είχε σβηστεί από το πρόσωπό του.
«Διάβασα, διάβασα το βιβλίο μου,» είπε, κρατώντας το ψηλά, «και διάβασα για Κάποιον που πέρασε περισσότερες δοκιμασίες από μένα. Και είναι εδώ μαζί μου!»
Τα μάτια του γέροντα έλαμπαν. Άπλωσε τα χέρια του μέσα από τα κάγκελα και έπιασε τα δικά μου. Τα έσφιξε με χαρά. Ο μόνος δάσκαλός Του ήταν το Πνεύμα του Θεού, ο μόνος παρηγορητής του, ο αόρατος Θεός. Το μέλλον του ήταν το ίδιο ζοφερό. Αλλά είχε βρει ανάπαυση.
«Τι θα πούμε, λοιπόν, απέναντί σ’ αυτά; Αν ο Θεός είναι μαζί μας, ποιος θα είναι εναντίον μας;» (Ρωμ.8:31).
Βαθιά συγκινημένοι, γεμάτοι δέος μπροστά σ’ αυτή την απόδειξη της αγάπης του Κυρίου, φύγαμε, αφήνοντάς τον να σιγοτραγουδάει τον ύμνο Ταμίλ , «Ο Λυτρωτής μου ζει. Τι μου λείπει; Απάντησε, ω ψυχή μου!» Του είχαμε διαβάσει τα τελευταία εδάφια του 8ου κεφάλαίου του προς Ρωμαίους, και αντηχούσαν και στις δικές μας ψυχές. «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού;» Σίγουρα όχι τα κάγκελα της φυλακής.
Amy Carmichael: Fragments that Remain