Και του’ταξε, του μίλησε
Καλόλογα κι ελπίδα
Φως του φεγγίτη του’ριξε
Πες ήλιου χλωμαχτίδα.
Kαι
αναθάρεψε η καρδιά
Χαμόγελο τ’Απρίλη
Θ’άνοιγε η θύρα η βαρειά
Θα σκόρπαγε το δείλι.
Το ψέμα τον νανούρισε
Κι είπε πως είναι η Αγάπη
Μα ως αποξημέρωσε...
Ηταν του νου του απάτη.
Ενας κλεισμένος στο κελλί
Για όλη του τη ζήση
Πώς θα γενεί γι’άλλον
κλειδί
Ζωή να του χαρίσει...
Στο μούχρωμα, στ’αξήμερο
Στου νοτερού διαδρόμου
Στερνό το βήμα ανήμερο
Ο σύντροφος του τρόμου.
Δεν ήτανε ο Μωυσής
Λευίτης, Ιερέας,
Του Ααρών γιός θυσιαστής
Μάνα, δόλιος πατέρας.
Κάποιος που παίζανε παιδιά
Μια μαυρομάτα κόρη
Από συντρόφικη καρδιά
Ανθρώπινο αποχώρι.
Δεν ήτανε του φύλακα
Βαρειά η πατουμασιά του
Στα σκότεινα, τ’ανήλιαγα
Ατσάλινη η λαλιά του.
Ανοιξε η πόρτα η βαρειά
Και μπήκαν μύριοι Ηλιοι.
Είχε την όψη Βασιλιά
Μιλούσε με γαλήνη.
-Είσαι
ελεύτερος. Να βγεις
Η
θέση σου, δική Μου.
Εις
το Σταυρό δε θ’ανεβείς!
Το
κρίμα σου, ποινή Μου.
ΣΙΠ
Ιούν. 2012