Το 1984, η Αίμυ πήρε πρόσκληση από μια φίλη να ενωθεί με μια Ιεραποστολή της Αγγλικανικής Εκκλησίας στo Mπανγκαλόρ. Αργότερα διακόνησε για ένα σύντομο διάστημα στη Kεϋλάνη (σημερινή Σρι Λάνκα). Έφτασε στη Νότια Ινδία το Νοέμβρη του 1895, όπου θα έμενε για την υπόλοιπη ζωή της.
Η Ινδία με τα χρώματά της και τη όμορφη κουλτούρα της ήταν γνωστή ως το Κόσμημα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Το κλίμα ήταν καλύτερο για την υγεία της Αίμυ απ’ ό,τι οι προηγούμενες διακονίες της. Οι πρώτοι ιεραπόστολοι με τους οποίους έμενε, παραπονιόντουσαν για τους ειδωλολάτρες και νοιάζονταν περισσότερο για τον εαυτό τους απ’ ό,τι για το άπλωμα του ευαγγελίου. Έτσι το 1896, η Αίμυ πήγε στην περιοχή Τιννεβέλι για να μείνει με τον Χριστιανό εργάτη ΤhomasWalkerκαι τη γυναίκα του.
Ο Thomas Walker άρχισε να διδάσκει στην Αίμυ τη δύσκολη γλώσσα Ταμίλ. Πριν εξοικειωθεί καλά με τη γλώσσα, η Αίμυ ταξίδευε στη ξηρή και σκονισμένη περιοχή με μια ομάδα Ινδών γυναικών που λεγόταν η "Έναστρη Ομάδα", που κήρυττε τον Χριστό σε όποιον ήθελε να ακούσει. Φορούσε ινδικά ενδύματα, και ζούσε με Ινδές που είχαν διωχθεί, επειδή ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό, πράγμα που στην Ινδία ήταν ντροπή. Μερικές διώχθηκαν από τα σπίτια τους, άλλες βασανίστηκαν ή δολοφονήθηκαν. Πολλές γυναίκες και κοπέλες έρχονταν μαζί στον Χριστό, συχνά ζητώντας καταφύγιο από τους ναούς όπου υπηρετούσαν ως εκδιδόμενες.
Μια μέρα, η Πρίνα, μια μικρή Ινδή που είχε πουληθεί στο Ναό από τη χήρα μητέρα της, αντλούσε νερό για το Ναό, κοντά στο μέρος όπου μιλούσε η Αίμυ. Η Αίμυ μιλούσε για ένα Θεό που αγαπούσε όλους, oποιασδήποτε κάστας. Η Πρίνα σταμάτησε για να ακούσει. Ενδιαφερόταν πολύ, αλλά ήξερε ότι δεν πρέπει να την δουν να μιλάει με μια λευκή γυναίκα. Έκρυψε τα λόγια της Αίμυ βαθιά στην καρδιά της και έφυγε βιαστικά.
Εκείνη τη βδομάδα όμως η Πρίνα επρόκειτο να «παντρευτεί» έναν από τους κύριους θεούς του Ναού. Προσπάθησε να δραπετεύσει, αλλά την έπιασαν και σαν τιμωρία σημάδεψαν τα χεράκια της με μια πυρωμένη μασιά.
Κατατρομαγμένη, η Πρίνα θυμήθηκε τα ευγενικά λόγια της Αίμυ για έναν Θεό που την αγαπούσε και αποφάσισε να κάνει μια ακόμα απόπειρα απόδρασης. Κατάφερε να δραπετεύσει και έφτασε στη πόρτα της Αίμυ. Οταν η Αίμυ την είδε, ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να τη στείλει πίσω. Θα έδερναν το κοριτσάκι – ίσως θα το σκότωναν αν το έκανε αυτό. H Αίμυ θα μπορούσε να είχε συλληφθεί και φυλακιστεί για απαγωγή, αλλά ήταν πρόθυμη να το ρισκάρει.
Καθώς η Αίμυ άρχισε να μελετάει σε βάθος το σύστημα των καστών, έμαθε ότι ο Ινδουϊσμός ενθάρρυνε τη σκλαβιά παιδιών στους Ναούς.
Βαθιά ριζωμένη στη θρησκεία ήταν η πρακτική να πουλάνε μικρά κορίτσια και αγόρια για να «παντρευτούν» τους Μπραχμάνους ιερείς. Η Αίμυ άρχισε να συνειδητοποιεί όλο και πιο πολύ ότι πολλά παιδιά της Ινδίας αφιερώνονταν στους θεούς από τους γονείς ή τους κηδεμόνες τους και ζούσαν σε ηθικό και πνευματικό κίνδυνο. Η συνάντηση της Αίμυ με τη Πρίνα άνοιξε τα μάτια της στην αδικία της παιδικής πορνείας και αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή της στην καταπολέμηση αυτού του κακού.
Καθώς η διακονία της "Εναστρής Ομάδας" αυξανόταν, ξαπλωνόντουσαν τα νέα για τη διακονία διάσωσης της Αίμυ στους Ναούς. Μωρά, παιδιά και έφηβοι άρχισαν να χτυπάνε την πόρτα της μέχρι που μαζεύτηκαν πάνω από 50 παιδιά. Η Αίμυ κατάλαβε ότι η ευαγγελιστική διακονία της είχε τελειώσει.
Το 1901, η Αίμυ και οι Walkers μετακόμισαν στο Ντοναβούρ. Εκεί η Αίμυ ίδρυσε την Αδελφότητα του Ντοναβούρ, που έγινε καταφύγιο για πρώην εκδιδόμενα παιδιά. Για 55 χρόνια διάσωζε παιδιά από τους Ναούς και τα μεγάλωνε σαν δικά της. Τα παιδιά και η κοινότητα την ονόμαζαν «Αμμά» που σημαίνει «μητέρα» στη γλώσσα Ταμίλ.
Όταν οι Ινδουϊστές ιερείς ανακάλυψαν τι έκανε η Αίμυ, έγιναν έξω φρενών. Πολλές φορές οι οικογένειες των παιδιών ή γυναίκες από το Ναό ζητούσαν πίσω τα κορίτσια. Ήταν χειρότερο όταν τα παιδιά γίνονταν του Χριστού, γιατί συχνά υφίσταντο έντονο διωγμό από τους συγγενείς τους.
Το 1901, μια οικογένεια έκανε μήνυση εναντίον της Αίμυ. Θα μπορούσε να είχε φυλακισθεί, αλλά η Αίμυ έμεινε απτόητη. Αν ένα παιδί ζητούσε καταφύγιο, αμέσως του πρόσφερε στέγη και ελπίδα αιώνιας ζωής. H υπόθεση απορρίφθηκε μόνο το 1914.
Όταν η Αίμυ μπήκε στον αγώνα εναντίον αυτής της πονηρής πρακτικής, ακόμα κι οι άλλοι ιεραπόστολοι την κατηγορούσαν. Νόμιζαν ότι υπέρβαλλε την κατάσταση. H Aίμυ προσποιείτο ότι ήταν Ινδή και έβαφε καφέ το δέρμα της με σακκούλες του τσαγιού για να μπορεί να επισκέπτεται τους ναούς. Σιγά σιγά η διακονία της στο Ντοναβούρ άρχισε να μεταμορφώνει την ινδική κοινωνία και έδωσε καταφύγιο σε πάνω από 1000 παιδιά κατά τη διάρκεια της ζωής της. Κάθε παιδί που ερχόταν στο σπίτι της έπαιρνε καινούργιο όνομα και δεχόταν την άνευ όρων αγάπη του Θεού.
Όταν ρωτούσαν τα παιδιά τι τους προσείλκυε στην Αίμυ, συχνά έλεγαν: «Ήταν η αγάπη. Η Αμμά μας αγαπούσε».
Μέχρι το 1913, φιλοξενούσε 130 παιδιά και πάνω από 30 Χριστιανές Ινδές εργάζονταν εθελοντικά.
Το 1912, η Βασίλισα Μαίρη αναγνώρισε το έργο της και τη βοήθησε να χρηματοδοτήσει ένα νοσοκομείο.
Το 1918, η Αίμυ πρόσθεσε ένα ίδρυμα για αγόρια, πολλά από τα οποία ήταν παιδιά πρώην εκδιδόμενων κοριτσιών. Τα παιδιά μεγάλωσαν με αγάπη και φόβο Θεού και πολλά απ’ αυτά παντρεύτηκαν πιστούς συζύγους και υπηρέτησαν στο Ντοναβούρ.
Το 1931, η Αίμυ έπεσε και έσπασε το πόδι και τον αστράγαλό της. Τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής της τα πέρασε στο κρεβάτι και από κει διεύθυνε τη Dohnavour Fellowship. Aρχισε να γράφει βιβλία και ποιήματα για την στενή της σχέση με τον Κύριο και την αγάπη της για τον Ιησού. Εκείνα τα 20 χρόνια, έγραψε 37 βιβλία, κυρίως ποιήματα και 16 βιβλία για την ιεραποστολική διακονία στην Ινδία.
Το 1948, τρία χρόνια πριν πεθάνει, η πορνεία κηρύχθηκε παράνομη στην Ινδία. Η επιμονή της Αίμυ και ο ακούραστος κόπος της παρόλη την σκληρή αντίσταση τελικά οδήγησαν σε νόμους κατά τη κακοποίηση παιδιών.
Στις 18 Ιανουαρίου 1951, η Αίμυ πέθανε ειρηνικά στο Ντοναβούρ σε ηλικία 83 χρονών. Είχε υπηρετήσει πιστά 55 χρόνια στην Ινδία. Ποτέ δεν παντρεύτηκε ούτε γύρισε στην πατρίδα της. Ένας λουτήρας πτηνών κάτω από ένα δένδρο στο Ντοναβούρ τιμά τη μνήμη της. Eχει χαραχτεί πάνω του μόνο μια λέξη: «Αμμά».
Η Αίμυ κάποτε είπε, «Όταν σκεφτώ το Σταυρό του Χριστού, πώς μπορώ να ονομάσω θυσία οτιδήποτε κάνω εγώ;»
Και πάλι, «Είναι ασφαλές να Τον εμπιστευόμαστε να εκπληρώσει την επιθυμία που Εκείνος έχει δημιουργήσει μέσα μας».
