- Το’ έλεγε η μητέρα μου Καζάρμα –
Σ’ ένα καντούνι στο Καμπιέλο
Με κόγολα, ανήλιο και υγρό
Και πώς οι ψηλοτάβανες οι κάμαρες εκείνες
Πού απ’ το Σεπτέμβρη, Μάη να πεις και έβρεχε
Να ζεσταθούν και πού να πάρουν φως...
Στις κάψες του καλοκαιριού
Πού να περάσει αγέρας να πάρεις μια πνοή.
Και κείνες οι στριφόγυρες οι σκάλες
Μύριζαν μούχλα. Πάντα σκοτεινές.
Όμως τούτο το σπίτι είναι το πιο ωραίο.
Γιατί, είναι το σπίτι π’ αγαπώ.
Πλανιέται του πατέρα μου ο ίσκιος
Κι ακούω της μανούλας μου, θαρρώ,
Τα βήματά της. Της όπερας την άρια σιγανά
Αν έψαχνα, σε μια γωνιά πρέπει να βρω
Ένα παιχνίδι μου εποχής. Ένα βιβλίο μου παλιό.
****
Πρέπει να είναι ωραίος ο ουρανός
Και οι Μονές λαμπρές, φωτολουσμένες.
Όταν τεχνίτης είναι ο Θεός.
Η στόργητα σμιλεύει τα παλάτια.
Ο νους μου ακαμάτης και λειψός
Δε λέει να συλλογιστεί τα αιώνια.
Δεν ξέρει να νογάει πνευματικά.
Δεν έχει μέτρο να χωράει Του τη Δόξα.
Όμως, πρέπει να είναι ωραία Εκεί.
Γιατί θα είναι ο Κύριος. Κι αρκεί!
ΣΙΠ
Απρ. 2008
