Πρώτα, σ’ Εκείνον
Λένε, στης πείνας τα καμώματα
στης
συφοράς τα χρόνια,
Ούθε δεν είχαν χώματα
αγρούς
και περιβόλια
Σ’ ένα παρτέρι, μια αυλή,
στου
μπαλκονιού μια γλάστρα
Ενα εσπέρνανε κουκί,
φυτεύαν
μια πατάτα.
Ελπίδα νάρθει χαραυγή
να
ξεμακρύνει ο Χάρος
Η πείνα να ξελαστεί
στης
Ανοιξης το θάρρος.
Μια κοπελούδα αχαμνή
μπρος στο
παράθυρό της
Εφύτεψε ένα γιασεμί.
Παράξενο
όνειρό της.
Το πότιζε καθεν’αυγή
και το
κρυφορωτούσε
Πότε θα βγουν οι πρώτοι ανθοί
κι έσκυβε,
το φιλούσε.
~.~
Ενα πρωί Μαγιαπριλιού
γιόμισε
ανθούς η γλάστρα
Τα όσμητα του γιασεμιού
ανέβηκαν
στα άστρα.
Σύναξε η κόρη πέταλα,
στης
Κυριακής την ώρα
Μύρα, κασσίες πέταγαν
του Κύρη
της τα δώρα.
~.~
Εδιάβηκα στη γειτονιά
μια
χιονισμένη μέρα,
Ολοι νεκροί! Τι ερημιά....
Η πείνα
μαυροχέρα
Απλωσε άσπρο σάββανο
του
θανατά δρεπάνι
Κατάπαψης το Σάββατο
θ’αργήσει
νάρθει πάλι.
~.~
Μα στο μπαλκόνι ρημαδιού
είδα ξανά
τη κόρη!
Ναι! Το παιδί του γιασεμιού!
Και
ζούσε. Ζούσε ακόμη!
Τη χήρα εθυμήθηκα ,
με το
ροί, τ’αλεύρι
Σκυφτός και αναρωτήθηκα,
στ’ αλήθεια δε θα εύρει
Τη Λύτρωση, τη ζήση του
εις τον
Χριστό αν δώσει
Πρωτοσταξιά της βρύσης του
τη σταυρική
τη δίψα Του
Καμίνι, να μερώσει;