Ο Μελκάμου κι η γυναίκα του στεκόντουσαν στο κατώφλι του σπιτιού τους στη Γουωλάιτα, παρακολουθώντας τη νεροποντή. Η βροχή έπεφτε από τον μολυβένιο ουρανό, πνίγοντας τις φωνές τους καθώς έπεφτε μ’ εκκωφαντικό κρότο πάνω στον τσίγκο της στέγης. Έξω τα δένδρα έγερναν κάτω από τη σφοδρή επίθεση της βροχής, και νερό, κόκκινο από το χώμα, κυλούσε στο έδαφος.
«Φέρνει πολλές αναμνήσεις, τούτη η βροχή,» παρατήρησε ο Μελκάμου. Η γυναίκα του κούνησε το κεφάλι της, καθώς σκεφτόταν την περίοδο των βροχών πριν αρκετά χρόνια όταν εκείνη κι ο Μελκάμου είχαν πάει στην περιοχή της Κάφα για να κηρύξουν το ευαγγέλιο.
Φθάνοντας εκεί, όλα ήταν φοβερά αποθαρρυντικά. Το μόνο μέρος που βρήκαν για να μείνουν ήταν ένα παλιό σπίτι που το είχε αφήσει ένας μάγος. Το νερό διαπερνούσε την ελαφριά αχυροσκεπή με τόσο μεγάλη δύναμη που ήταν αναγκασμένοι να ανοίγουν ομπρέλες για να προφυλάγονται. Τα ρούχα τους ήταν μουσκεμένα. Το κρεβάτι τους το ίδιο﮲ τα πάντα ήταν μουσκεμένα. Είχαν πολύ λίγο φαγητό και καθόλου φίλους.
Δεν επρόκειτο να ξεχάσουν ποτέ πώς κουβαριάστηκαν ο ένας κοντά στον άλλο για τρεις ολόκληρες μέρες, παγωμένοι και πεινασμένοι, ενώ η βροχή έπεφτε ασταμάτητα, αποθαρρύνοντάς τους σε τέτοιο σημείο που άρχισαν να αναρωτιόνται αν πράγματι ο Θεός τους είχε καλέσει σ’ ένα τέτοιο μέρος. Αλλά πραγματικά τους είχε καλέσει, κι εκείνοι έμειναν.
Τώρα καθώς η μπόρα έπεφτε έξω από το σπίτι τους στη Γουωλάιτα, ξαναζούσαν νοερά όλα όσα ο Θεός τους είχε διδάξει, και τα μεγαλεία που Εκείνος είχε κάνει μέσω της διακονίας τους όλα αυτά τα χρόνια στην Κάφα.
~.~
Όλα άρχισαν το 1970 όταν η SIM ενδιαφέρθηκε για την φτωχή ανταπόκριση που υπήρχε γύρω από το σταθμό της Κάφα. Ο σταθμός είχε ανοίξει έξη χρόνια νωρίτερα.
Οι πρωτοπόροι Αλεξ και Τερέσια Φέλλοους, που παλιότερα εργάστηκαν στο Μπούρτζι, έκαναν μια ανασκόπηση που έδειξε ότι οι άνθρωποι γύρω από τη Μπόγγα ήταν αδιάφοροι για το Ευαγγέλιο. Στις γύρω όμως περιοχές, η πιθανότητα θετικής ανταπόκρισης ήταν μεγάλη.
Πρότειναν μια ασυνήθιστη στρατηγική﮲ να κάνουν τη Μπόγγα κέντρο ενός τροχού με ακτίνες επικοινωνίας που θα επεκτείνονταν πέρα από αυτή την αδιάφορη περιοχή για να συντονίσει το έργο ιθαγενών εργατών του ευαγγελίου, οι οποίοι θα συγκεντρώνονταν στις γύρω περιοχές και οι οποίες ανταποκρίνονταν στο Ευαγγέλιο.
Ο Αλεξ παρουσίασε το θέμα στις εκκλησίες της Γουωλάιτα. «Οι άνθρωποι εκεί είναι έτοιμοι,» τους είπε. «Αλλά είναι κάτι που πρέπει να το κάνουμε μαζί. Η SIM δε μπορεί μόνη της».
Οι πιστοί της Γουωλάιτα προσευχήθηκαν, κάλεσαν εθελοντές και τοποθέτησαν ομάδες εργατών του Ευαγγελίου σε έξι τοποθεσίες έξω από τη Μπόγγα. Οι οδηγίες τους ήταν απλές. «Φυτέψτε εκκλησίες». Ανάμεσα σ’ αυτούς τους πρώτους εθελοντές ήταν κι ο Μελκάμου με τη γυναίκα του, οι οποίοι παραιτήθηκαν από τα διδακτικά τους καθήκοντα σε μια Βιβλική Σχολή της Γουωλάιτα για να αναλάβουν αποστολή στη Τσέννα. Ο πατέρας του Μελκάμου ήταν ιεροκήρυκας κι είχε διδάξει τα παιδιά του να αγαπούν και να υπακούν στο λόγο του Θεού Ο Μελκάμου ήταν έντεκα χρόνων και ο πατέρας του αρρώστησε.
Στο κρεβάτι του θανάτου φώναξε τον Μελκάμου κοντά του και παρακάλεσε το παιδί να φέρει τη Βίβλο του. «Γιε μου,» του είπε, «αυτό το Βιβλίο θα σε βοηθήσει σ’ όλη σου τη ζωή. Κι αν ακόμα χάσεις τα πάντα, φρόντισε αυτό το βιβλίο να μην φύγει από κοντά σου. Μελέτα το μέρα και νύχτα».
Ο Μελκάμου δεν ξέχασε ποτέ τα τελευταία λόγια του πατέρα του και ποτέ δεν έσβυσε η επιθυμία του να μαθαίνει περισσότερα από την Αγία Γραφή. Αφού τέλειωσε το γυμνάσιο, παρακολούθησε τη Βιβλική Σχολή για τέσσερα χρόνια κι ύστερα υπηρέτησε εκεί σαν δάσκαλος της Βίβλου.
Παρόλη την οικογενειακή του κληρονομιά, χρειαζόταν να αγωνιστεί, γιατί η ζωή στην Κάφα απαιτούσε μεγάλη υπομονή και χάρη και προσευχή. Οι άνθρωποι γύρω από τη Τσέννα, όπως συνέβαινε και σε τόσα άλλα μέρη, κρατούσαν εχθρική στάση με τις γειτονικές φυλές και είχαν την τάση να λεηλατούν και να βιαιοπραγούν. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ήταν κι υποδουλωμένοι στη λατρεία των πνευμάτων και στους θρησκευτικούς τους ηγέτες, τους μάγους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους άνδρες άφηναν τα μαλλιά τους μακριά και μπερδεμένα και ζούσαν σε οχυρωμένα σπίτια, τριγυρισμένα από ψηλούς φράχτες. Κάθε ομάδα είχε το δικό της αρχηγό που εκμεταλλευόταν άσπλαχνα τους υποτελείς του. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Ίμπιντα Γκόντα, ένας ξιπασμένος, ακόλαστος τύπος που ζύγιζε περίπου 100 κιλά.
Όπως συνέβαινε και με τους άλλους μάγους, όταν ταξίδευε από δω κι από κει, πήγαινε μπροστά του ένας τελάλης που προειδοποιούσε όλους τους ακάθαρτους, τους Μέντζας, που ήταν κατώτερης κοινωνικής τάξης και τις γυναίκες, που ήταν τελετουρικά ακάθαρτες, να απομακρυνθούν.
Αυτοί οι μάγοι είχαν διαδώσει στους ανθρώπους τους ότι οι πιστοί της Γουωλαίτα έπιναν ανθρώπινο αίμα κι ότι τα λόγια τους θα κατέστρεφαν όποιους τα άκουγαν.
Κοντά στο ποτάμι
Το νέο ζευγάρι από τη Γουωλάιτα, κουρνιασμένοι στην καλύβα με την τρύπια σκεπή, ήξερε ότι η αποστολή τους δεν επρόκειτο να είναι εύκολη.
Η πρώτη ευκαιρία που δόθηκε στον Μελκάμου να μιλήσει για τον Χριστό ήταν όταν συνάντησε τέσσερις γυναίκες που έπλεναν τα ρούχα τους στο ποτάμι. Ζητώντας βοήθεια από τον Θεό, είπε ευγενικά κι αθώα, «Γιατί πλένετε όλα αυτά τα ρούχα;»
Κατάπληκτες από μια τέτοια ερώτηση, οι γυναίκες απάντησαν: «Για να τα καθαρίσουμε. Γιατί άλλο;»
- Αυτός είναι ο λόγος που χρησιμοποιείτε σαπούνι; ρώτησε ο Μελκάμου.
Οι γυναίκες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
- Ναι!
- Πέστε μου, συνέχισε ο Μελκάμου, θα θέλατε να έχετε καθαρά ρούχα αλλά και καθαρές καρδιές;
Οι γυναίκες δίστασαν. Τι εννοούσε αυτός ο ξένος;
- Μπορώ να σας πω πώς να το πετύχετε, είπε ο Μελκάμου, βγάζοντας τη Βίβλο του, και μπορώ να σς δώσω σαπούνι που θα καθαρίσει τις ψυχές σας μια για πάντα.
Μια από τις γυναίκες κύτταξε τη Βίβλο.
- Το ξέρω αυτό το βιβλίο. Ο άνδρας μου άκουσε γι’αυτό πριν εφτά χρόνια όταν πήγε έναν άρρωστο σ’ένα ιεραποστολικό νοσοκομείο. Του είπαν ότι κάποια μέρα κάποιος θα έρθει σε μας με το Βιβλίο και θα μας το εξηγήσει.
- Θα χαρώ πολύ να το εξηγήσω σε σένα και στον άνδρα σου, απάντησε ο Μελκάμου. Μπορώ να έρθω κάποια μέρα στο σπίτι σας;
Η γυναίκα σήκωσε τους ώμους της.
- Γιατί όχι; απάντησε και του είπε πού έμενε.
Χαρούμενος ο Μελκάμου συνέχισε το δρόμο του.
Ο ζευγολάτης
Μερικές μέρες αργότερα συνάντησε έναν άνδρα που όργωνε το χωράφι του. Μετά από τους συνηθισμένους χαιρετισμούς, ο Μελκάμου είπε:
- Εχεις σπουδαίο βόδι. Είχα κι εγώ ένα τέτοιο στην πατρίδα μου. Μ’αρέσει να οργώνω. Μου επιτρέπεις να σε βοηθήσω;
Ο αγρότης που τον έλεγαν Αρέσω σήκωσε τα μάτια του κατάπληκτος.
- Γιατί θέλεις να με βοηθήσεις στο όργωμα; Πρώτη φορά σε βλέπω.
- Δεν ξεκουράζεσαι λίγο όση ώρα θα σου μιλάω; απάντησε ο Μελκάμου, κι άρχισε να δίνει την ομολογία του στον Αρέσω.
Ο Αρέσω άκουσε μαγεμένος.
- Ποιος σου έδωσε αυτό το μήνυμα; ρώτησε. Από πού έρχεσαι;
Ο Μελκάμου άνοιξε τη Βίβλο του. Για μια ολόκληρη ώρα οι δυο άνδρες ήταν σκυμμένοι πάνω στη Βίβλο, ενώ ο Αρέσω ρουφούσε λέξη προς λέξη τα καλά νέα. Επειτα γονατίζοντας ανάμεσα στα φρεσκοοργωμένα αυλάκια, κι ενώ το βόδι σουσούνιζε γυρεύοντας γρασίδα και καλαμιά, ο Μελκάμου οδήγησε στον Χριστό τον πρώτο πιστό της Κάφα.
Από το βιβλίο “The Wind of God” του R.J. Davis