«Θέλω να είμαι ελεύθερος»
Κοντά στον ιεραποστολικό σταθμό στο Χάμμερ, ζούσε ένας άνδρας της φυλής των Μπούννας που λεγόταν Γκουντζάρο. Ήταν περιβόητος για τη σκληρότητά του ακόμα κι ανάμεσα στους ανθρώπους της φυλής του. Είχε σκοτώσει πολλούς, μεταξύ των οποίων και την πρώτη γυναίκα του. Οι ιεραπόστολοι ήταν κάπως ανήσυχοι όταν ερχόταν σποραδικά στις συναθροίσεις που γίνονταν στο Χάμμερ. Άκουγε, αλλά φαινόταν τελείως αδιάφορος.
Κάποια Κυριακή τρόμαξε όλους καθώς τινάχτηκε όρθιος και φώναξε: «Τώρα κατάλαβα! Τώρα κατάλαβα! Η καρδιά μου φλέγεται! Πιστεύω στον Χριστό!» Λίγο αργότερα, συνοδευόμενος από τη γυναίκα του και το γιο του, μπήκε με μεγάλα βήματα στον ιεραποστολικό σταθμό. Αυτός κι ο γιος του ήρθαν πρώτοι, ακολουθούμενοι από τη γυναίκα του που ήταν φορτωμένη με το σύνολο των μεταλλικών της βραχιολιών.
«Θέλω να πληροφορήσω τους γείτονές μου ότι είμαι Χριστιανή,» εξήγησε η γυναίκα. «Τέρμα οι υπηρεσίες μου στον Σατανά. Μπορείς να με βοηθήσεις να βγάλω αυτά τα βραχιόλια;»
Ο Γκουντζάρο χαμογέλασε επιδοκιμαστικά. Ο Τσάρλυ (ιεραπόστολος της SIM) εξέτασε σοβαρότερα το θέμα. «Νομίζεις ότι βγάζοντας απλά τα βραχιόλια σου, θα γίνεις παιδί του Θεού;» ρώτησε.
«Όχι,» απάντησε, «αλλά αυτά είναι έργα του Σατανά. Θέλω να ελευθερωθώ. Θέλω να δώσω μαρτυρία. Θέλω να βγάλω αυτά τα πράγματα από πάνω μου.»
Πήγαν στο εργαστήρι του σταθμού και ενώ μερικοί γείτονες παρακολουθούσαν φοβισμένοι από τα παράθυρα, ο Τσάρλυ έβγαλε τα βραχιόλια. Οι γείτονες την είχαν προειδοποιήσει να μην τα βγάλει. Θα την δάγκωνε το φίδι, έλεγαν. Θα την έβρισκε μεγάλο κακό. Ίσως και να πέθαινε.
Απάντησε: «Ο,τι και να γίνει προτιμώ να πεθάνω χωρίς τα βραχιόλια παρά να ζήσω μ’ αυτά. Δεν είμαι πια δούλη του Σατανά. Είμαι παιδί του Θεού».