Τα κορίτσια του Τσιμπόκ
Στις 7 Μαίου 2014, σε ένα απόμακρη νιγηριανή πόλη που λεγόταν Τσιμπόκ, 276 μαθήτριες είχαν απαχθεί από το κοιτώνα τους το βράδυ πριν από τις τελικές τους εξετάσεις. Λαγοκοιμόντουσαν στις κουκέτες τους , διάβαζαν τις σημειώσεις τους, ή μελετούσαν τις Γραφές τους με το φως φακών. Ήταν τελειόφοιτες λυκείου και την επόμενη μέρα θα αποφοιτούσαν. Τότε μια ομάδα μαχητών μπήκε στο σχολείο τους, τους έριξαν σε φορτηγά και κατευθύνθηκαν με μεγάλη ταχύτητα για το δάσος. Οι μαθήτριες είχαν γίνει αιχμάλωτες μιας άγνωστης τρομοκρατικής ομάδας που λεγόταν Μπόκο Χαράμ, η οποία γέμιζε τις τάξεις της απαγάγοντας παιδιά.
Τρία χρόνια αργότερα - 2017
Ο δικηγόρος μπήκε στο πρώτο αυτοκίνητο μιας φάλαγγας οχημάτων που κατευθυνόταν βόρεια σ’ ένα χωματόδρομο, περνώντας από ερημωμένη γεωργική γη και τους μισοκαμένους τοίχους χωριών στα οποία είχαν μείνει μόνο ηλικιωμένοι που δεν μπορούσαν να φύγουν.
Η περιοχή ήταν περιβόητη για νάρκες εδάφους και βόμβες στους δρόμους. Κάθε οδηγός oδηγούσε προσεχτικά στα ίχνη από τα λάστιχα του μπροστινού αυτοκινήτου. Στους προφυλακτήρες των αυτοκινήτων ανέμιζαν σημαίες του Ερυθρού Σταυρού. O δικηγόρος έλεγε στον εαυτό του ότι δεν είχε τίποτα να φοβηθεί: «Οι προσευχές των ορφανών θα σε προστατέψουν». Το αυτοκίνητό του σταμάτησε και τα φώτα των φρένων έκαναν το σινιάλο στην συνοδεία να σταματήσει. Μαχητές με στολές, τα κεφάλια τους τυλιγμένα με τουρμπάνια, είχαν μαζευτεί στην άλλη άκρη του δρόμου και στέκονταν σε επιφυλακή. Στα κλαδιά των ακακιών και κρυμμένοι πίσω από θάμνους, ο δικηγόρος έβλεπε κι άλλες φιγούρες με τα τουφέκια τους στραμμένα προς τη συνοδεία. Κρατούσε το κατάλογό του. Στo βάθος διέκρινε μια σειρά σιλουετών, δεκάδες γυναίκες, τυλιγμένες σε σκουρόχρωμα σάβανα με κουκούλες, ως το πάτωμα. Περπατούσαν στη ψηλή βλάστηση πλαισιωμένες από ένοπλους άνδρες. Έδειχναν εξαντλημένες. Δυο περπατούσαν με δεκανίκια, και μια είχε κομμένο το αριστερό της πόδι κάτω από το γόνατο. Μια άλλη είχε το χέρι της σε νάρθηκα. Μια κρατούσε ένα αγοράκι στην πλάτη της. Aυτές ήταν οι μαθήτριες για τις οποίες εκατομμύρια άτομα είχαν γράψει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ύστερα τις είχαν ξεχάσει. Αυτές οι κοπέλες, σχεδόν όλες Χριστιανές, είχαν ενηλικιωθεί σε αιχμαλωσία. Τα βράδυ ψιθύριζαν προσευχές μαζί και μάθαιναν απ’ έξω Βιβλικά εδάφια. Με κίνδυνο ξυλοδαρμών και βασανιστηρίων, ψάλλανε απαλά ύμνους, ενθαρρύνοντας η μια την άλλη με έναν ύμνο από το Τσιμπόκ, «Εμείς, τα παιδιά του Ισραήλ, δε θα υποχωρήσουμε».
Οι γυναίκες, 82 άτομα, περπάτησαν στο δρόμο και σταμάτησαν μπροστά στο δικηγόρο, κοιτάζοντας μπροστά, τα μάτια τους καρφωμένα στο κενό. Mερικές ήταν πιασμένες χέρι χέρι, άλλες αγκαζέ. Μια γυναίκα, ντυμένη με γκρίζο σάβανο, ερχόταν από πίσω τους, περπατώντας ελαφρώς καμπουριασμένη. Δεμένο στο μηρό της, κρυμμένο, ήταν κάτι που οι ένοπλοι δεν είχαν βρει ποτέ. Ήταν ένα μυστικό ημερολόγιο, τρία τετράδια, στα οποία περιέγραφε τις δοκιμασίες των γυναικών. Το όνομά της ήταν Ναομί Αδάμου. Είχε περάσει 1118 μέρες αιχμάλωτη.
Tσιμπόκ – τρία χρόνια πριν, 14 Απριλίου 2014
Η τάξη του 2014 στο Σχολείο Θηλέων θα τέλειωνε σε 4 βδομάδες, όταν σχεδόν 300 κορίτσια αρπάχθηκαν από ενόπλους άνδρες που τα απομάκρυναν με φορτηγά.
Η Ναομί Αντάμου, 24 χρονών, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κορίτσια, και οι συμμαθήτριές της τη λέγανε Μaman mu, Mανούλα μας. Είχε προσευχηθεί και νηστέψει αμέτρητες φορές για να τελειώσει το λύκειο.
Στρυμωγμένη σ’ ένα φορτηγό στο μπροστινό μέρος μιας μεγάλης φάλαγγας, η Ναομί έβλεπε τα πρόσωπα των απαγωγέων τους μόνο όταν το φως των προβολέων τα φώτιζε. Μερικοί ήταν αγόρια, μόλις έφηβοι, αδύνατοι, νευρώδεις με ελάχιστες λεπτές τριχούλες στα πρόσωπά τους.
Ένα κρυμμένο στρατόπεδο στο Δάσος Σαμπίσα στη Νιγηρία – τέλος Απριλίου 2014
Μια ψηλή, μυώδης φιγούρα ντυμένη με στρατιωτική στολή και ένα μαύρο τουρμπάνι στεκόταν μπροστά από τα κορίτσια του Τσιμπόκ, κρατώντας δυο βιβλία, ένα Κοράνι και μια Βίβλο. Δεν έμοιαζε με τους ταλαιπωρημένους, ατημέλητους μαχητές που τις είχαν φέρει από το σχολείο τους. Ήταν πλαισιωμένος από αρκετούς μαχητές που κρατούσαν τουφέκια και στέκονταν δίπλα σε κίτρινα μπιτόνια. Στη μέση του φορούσε μια ζώνη γεμάτη σφαίρες και ένα μικρό όπλο κρεμιόταν από το μηρό του. Κοίταξε έντονα το πλήθος και έπειτα απήγγειλε τα αρχικά λόγια του Κορανιού. Η Ναομί τον παρακολουθούσε, στρυμωγμένη μαζί με περισσότερες από 200 συμμαθήτριές της που κάθονταν σταυροπόδι ή γονατιστά. Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος έκαιγε. Στην αρχή, δεν καταλάβαινε τις αραβικές φράσεις αλλά όταν άρχισε να μιλάει Χάουσα, καταλάβαινε. Ο Ιησούς ήταν προφήτης, είπε ο άνδρας, αλλά όχι ο γιος του Θεού. Να πει κανείς κάτι τέτοιο ήταν βλασφημία τόσο μεγάλη που έκανε τους ουρανούς να τρέμουν. Κάποτε ήταν κι αυτός Χριστιανός, εξήγησε, αλλά ασπάσθηκε το Ισλάμ όταν δέχθηκε ότι το Κοράνι ήταν η τελική αποκάλυψη. Το κράτος της Νιγηρίας ήταν βδέλυγμα, είπε, και μόνο η Μπόκο Χαράμ εμάχετο για «το αληθινό Ισλάμ». Μόνο εκείνοι ήταν έτοιμοι να πεθάνουν για να τιμήσουν τον Αλλάχ. «Κοιτάξτε τον εαυτό σας, είπε, τα μάτια στενεύοντας από θυμό. «Δεν ξέρετε ότι απαγορεύεται να πηγαίνετε στο σχολείο;»
Τα κορίτσια έμειναν σιωπηλές. Ο άνδρας δεν είχε συστήσει τον εαυτό του αλλά ήξεραν ότι ήταν ο Αliyu, o στρατιωτικός άρχοντας, ένας εξτρεμιστής τόσο φανατικός που έκανε ακόμα και τους φύλακες να τρέμουν. Κάποτε είχε εμφανιστεί στο youtube, χωρίς μάσκα, εκτελώντας τους φυλακισμένους με τσεκούρι.
Ο Αliyu χαμήλωσε τη φωνή του και απευθύνθηκε κατ’ ευθείαν στις νεαρές. «Ήρθα εδώ για να σας προσφέρω μια επιλογή. Μπορείτε να ασπασθείτε το αληθινό Ισλάμ και να ευαρεστείτε στον Θεό. Αλλιώς θα εκτελεστείτε». Τo τελεσίγραφο κρεμιόταν βαρύ στο πλήθος των πεινασμένων, εξαντλημένων, φοβισμένων νεαρών κοριτσιών. Μερικές πανικοβλήθηκαν. Η Ναομί είδε αρκετές να καταρρέουν και να παθαίνουν σπασμούς.
Τώρα ο Aliyu ούρλιαζε για να τον ακούσουν. «Αν δεν ασπασθείτε το Ισλάμ, είσθε άπιστες. Θα λιμοκτονήσετε, και θα σας αποκεφαλίσουμε. Ορκίζομαι στο όνομα του Αλλάχ, ότι αν κάποια από σας αρνηθεί να ασπασθεί το Ισλάμ, θα την αποκεφαλίσουμε. Μια-μια οι μαθήτριες παρακαλούσαν: Ναι, ναι, θα ασπασθούν το Ισλάμ αν τους χαρίσει τη ζωή τους. Η Ναομί δεν είπε τίποτα. Τότε στράφηκε στην εξαδέλφη της και ψιθύρισε: «Παίζει μαζί μας. Πρέπει να μείνουμε ακλόνητες.»
H πίστη των κοριτσιών του Τσιμπόκ τα υποστηρίζει
Τέλος Μάη 2014
Η Ναομί σηκώθηκε με δυσκολία, τα μαλλιά της, τα ρούχα της μούσκεμα από τη βροχή, και ακολούθησε τις συμμαθήτριές της καθώς μαζεύονταν για τις πρώτες (Ισλαμικές) προσευχές της ημέρας. Ήταν η τρίτη βδομάδα Μάϊου, και η εποχή των βροχών είχε φτάσει στο Δάσος Σαμπίσα.
Κάθε μέρα μάθαιναν να καθαρίσουν τα σώματά τους με μια ειδική σειρά: χέρια, στόμα, μύτη, και χέρια, σε τελετουργικά πλυσίματα υπό την παρακολούθηση των φυλάκων τους. Oι όμηροι κάθονταν στα πόδια τους, σήκωναν τις παλάμες τους στον ουρανό και έσκυβαν προς τα εμπρός. Aλλά καθώς εκτελούσε μηχανικά τις κινήσεις, η Ναομί ψιθύριζε στην εξαδέλφη της, τη Σαράτου, «Πρέπει να προσποιούμαστε. Δεν το παίρνουμε στα σοβαρά».
Ήταν ο τρίτος μήνας, και η Ναομί βρισκόταν δίπλα σε μια κοπέλα, που δεν είχε γνωρίσει καλά. Η Λυδία Τζον ήταν επιμελής μαθήτρια και συχνά κοιμόταν με το βιβλίο στα χέρια της. Η μητέρα της, η Ρεβέκκα, περνούσε γύρω στα μεσάνυχτα από το δωμάτιό της για να σβήσει το φως και να κλείσει το βιβλίο που διάβαζε, συχνά μια Αγία Γραφή. Η Λυδία είχε έρθει στο Τσιμπόκ στην αρχή του τελευταίου έτους. Είχε φύγει από την πατρίδα της ύστερα από μια επίθεση της Μπόκο Χαράμ, και στο καινούργιο της σχολείο, σύντομα έγινε η πρώτη μαθήτρια.
Η Λυδία άρχισε να ανοίγει την καρδιά της στη Ναομί στο μάθημα, κάτω από δένδρο Ταμάρινδο. Τα δυο κορίτσια μιλούσαν για την εκκλησία και τη μουσική και η Λυδία είπε στο Ναομί ότι πριν έρθει στο Τσιμπόκ ήταν πολεμιστής προσευχής στην εκκλησία της.
Μια μέρα μετά τα μαθήματα, η Λυδία είπε ότι ήθελε να πει ένα μυστικό στο Ναομί. Κοίταξε γύρω μήπως κάποιος τη παρακολουθούσε, άνοιξε προσεχτικά το εξώφυλλο του τετραδίου και άρχισε σιγά-σιγά να ξεφυλλίζει τις σελίδες. Η Ναομί παρακολουθούσε καθώς οι κενές σελίδες στην αρχή διαδέχθηκαν σελίδες με χειρόγραφα στην αγγλική γλώσσα. Πήρε το τετράδιο από τα χέρια της Λυδίας και άρχισε να διαβάζει. Ήταν γραπτό υπόμνημα της δοκιμασίας τους, ξεκινώντας από το βράδυ της 14 Απριλίου. Η Λυδία έγραφε ένα ημερολόγιο. «Πρέπει να γράψεις κι εσύ,» είπε στη Ναομί.
Σύντομα, μια μικρή ομάδα, κρυφών ημερολογιογράφων άρχισε να μαζεύεται στην απογευματινή σκιά. Μοιράζονταν στυλογράφους, χαρτί και ιδέες για να γράψουν την ιστορία τους. Στην αρχή έγραφαν για την απαγωγή, ασυνάρτητες αναμνήσεις του ταξιδιού στο δάσος, και το τρόμο των πρώτων βδομάδων στην αιχμαλωσία. Τα κορίτσια κρύβονταν πίσω από θάμνους και αντέγραφαν Βιβλικά εδάφια. Αρκετά κορίτσια έμαθαν απέξω το δεύτερο κεφάλαιο του κατά Λουκάν ευαγγελίου. Αντέγραψαν το Βιβλίο του Ιωβ, που παρόλες τις ταλαιπωρίες του, δεν δεχόταν να απαρνηθεί την πίστη του. Μερικές φορές έγραφαν Ψαλμούς.
ΓΚΟΥΟΖΑ, ΝΙΓΗΡΙΑ – ΠΡΩΤΗ ΒΔΟΜΑΔΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2014
Η Nαομί πέρασε από τη ψηλή πόρτα και μπήκε στο χολ ενός τεράστιου λευκού αρχοντικού, περιβαλλόμενου από ψηλούς τοίχους. Δεκάδες από τις συμμαθήτριές της ήταν ήδη μέσα, και διερευνούσαν το σπηλαιώδες εσωτερικό της βίλλας με τις οχτώ κρεβατοκάμαρες. Oι σαγιονάρες τους χτυπούσαν στο δροσερό πλακόστρωτο πάτωμα που αντανακλούσε φως από το ταβάνι. Αυτή η αχανής άδεια περιουσία θα γινόταν η καινούργια φυλακή τους. Η Ναομί δεν ήξερε γιατί ήταν εκεί. Τις είχαν ξυπνήσει πριν από την αυγή κάτω από το ταμάρινδο, και τις είχαν διατάξει να περπατήσουν ολόκληρες ώρες...
Οι τρομοκράτες είχαν μεταφέρει τις μαθήτριες στην καινούργια πρωτεύουσα της Μπόκο Χαράμ, τη πόλη Γκουόζα.
Ο Aliyu, o φανατικός ηγέτης που είχε μιλήσει στα κορίτσια τις πρώτες μέρες της αιχμαλωσίας τους, τώρα καθόταν στο σαλόνι του αρχοντικού, έβγαζε ένα μακρόσυρτο λόγο για τα δεινά κυβερνητικών σχολείων, που ισχυριζόταν εκείνος ότι δίδασκαν το «λεσβιασμό» - είπε τη λέξη στα αγγλικά με έντονη αηδία. Κλείνοντας, είπε ότι μερικά από τα κορίτσια ήταν ήδη πολύ μεγάλα για να μείνουν ανύπαντρα. Ήταν καιρός να παντρευτούν. Αν συμφωνούσαν, θα είχαν ένα πολυτελές σπίτι δικό τους και άφθονο κρέας. Αν όχι, θα γίνονταν τα πρώτα κορίτσια από το Τσιμπόκ που θα γίνονταν «δούλες».
ΑΡΓΟΤΕΡΑ
Ο Μαλάμ (στη γλώσσα Χάουσα «δάσκαλος») Αχμέντ στεκόταν στη βεράντα του...σπιτιού, περιμένοντας να συζητήσει με τη Ναομί. Είχε να της κάνει μια πρόταση, και της είπε ότι πρέπει να την πάρει πολύ σοβαρά. Οι όμηροι δεν επρόκειτο να πάνε στα σπίτια τους ποτέ, και οι πιο μεγάλες σε ηλικία πρέπει να παντρευτούν. Αν η Ναομί παντρευόταν, θα άρεσε στον Αλλάχ , θα την βοηθούσε στο δρόμο προς τη σωτηρία, και θα γινόταν παράδειγμα στις νεότερες. Έπειτα, η διαφημιστική παρουσίαση, «Αν παντρευτείς, θα έχεις πρόσβαση σε κλιματιζόμενα οχήματα και πολυτελή σπίτια», είπε. Οι ανύπαντρες κοπέλες θα γίνονταν δούλες, και oι πενιχρές μερίδες τους θα κόβονταν ακόμα περισσότερο. Στην αρχή δεν μίλησε η Ναομί. Μια άρνηση από μέρους της θα είχε συνέπειες, προειδοποιούσε ο Μαλάμ. Και θα ήταν αφάνταστα σοβαρές. Αν δεν παντρευόταν, δε θα μπορούσε να την προστατέψει από τους φύλακες.
Η Ναομί είχε ξανακούσει τέτοιες απειλές. Καταλάβαινε ότι ο Μαλάμ προσπαθούσε να βρει ένα επιχείρημα για να την εκφοβίσει σε υποταγή. Η Ναομί απάντησε: «Μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε, επειδή δεν γίνεται με τη συγκατάθεσή μας». H ένταση μεταξύ τους αυξήθηκε. Ο Μαλάμ Αχμέντ συνέχισε, αλλά έχανε την υπόληψή του. Άρχισε να φωνάζει. Μια ομάδα μαθητριών μαζεύτηκε για να παρακολουθήσει καθώς ο συνήθως νηφάλιος Μαλάμ ξέσπαγε σε θυμό ενάντια σ’ αυτή τη μικροσκοπική νεαρή. Σε κάποια στιγμή η ίδια η Ναομί άρχισε να φωνάζει: «Ο,τι και να γίνει, δε θα παντρευτώ!» Χειροκρότησε για να τονίσει την απόφασή της. Αλλά ένοιωθε τη καρδιά της να καλπάζει ξέφρενα.
Ο Μαλάμ έδειχνε εμβρόντητος, σαν να του είχαν δώσει χαστούκι. «Θα σε σκοτώσω,» απάντησε. «Δεν με πειράζει. Κανένα πρόβλημα,» είπε η Ναομί. Ο Μαλάμ σήκωσε το καλάσνικόφ του και χτύπησε τη πλάτη της κοπέλας. Κατόρθωσε να μείνει όρθια, αλλά το χτύπημα άφησε μόνιμη ουλή. «Ο Θεός θα σε κρίνει,» είπε. Ο Μαλάμ Αχμέντ έφυγε θυμωμένος.
Το κείμενο αναδημοσιεύεται με άδεια από το βιβλίο, «Φέρτε πίσω τα κορίτσια μας» τoυ Joe Parkinson και του DrewHinshaw (18.3.2021 SwiftPress).
ΕVANGELICALS NOW: JUNE 2021
