Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

George Müller

«Τα παιδιά είναι ντυμένα και έτοιμα για το σχολείο, αλλά δεν έχουμε να τους δώσουμε να φάνε,» είπε η επόπτρια του ορφανοτροφείου στο George Müller. Αυτός της είπε να πάει τα 300 παιδιά στην τραπεζαρία και να τους πει να καθίσουν στα τραπέζια. Ευχαρίστησε τον Θεό για το φαγητό και περίμενε. Ήξερε ότι ο Θεός θα φρόντιζε για τα παιδιά όπως πάντα. Σε λίγα λεπτά, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ήταν ο φούρναρης. «Κύριε Μüller», είπε, «χθες το βράδυ δεν είχα ύπνο. Κάτι μου είπε ότι σήμερα το πρωί θα είχατε ανάγκη από ψωμί. Σηκώθηκα και σας έψησα τρεις φουρνιές. Θα σας τις φέρω».
Σύντομα ακούστηκε κι άλλο χτύπημα στην πόρτα. Ήταν ο γαλατάς. To καροτσάκι του είχε χαλάσει μπροστά στο ορφανοτροφείο. Το γάλα θα χάλαγε μέχρι να φτιαχτεί η ρόδα. Ρώτησε τον George Müller αν ήθελε λίγο γάλα δωρεάν. Αυτός χαμογελούσε καθώς ο γαλατάς έφερε 10 μεγάλα δοχεία γάλακτος που μόλις έφταναν για τα 300 διψασμένα παιδιά.
Ποιος ήταν ο George Müller;
Ο George Müller δεν ήταν πάντα άνθρωπος πίστης και καλού χαρακτήρα. Μεγαλώνοντας στη Γερμανία στις αρχές του 19ου αιώνα, συχνά έκλεβε χρήματα από τον πατέρα του. Ως έφηβος, δυο φορές το έσκασε από ξενοδοχείο χωρίς να πληρώσει το δωμάτιο. Μια φορά τον συνέλαβαν και τον έβαλαν στη φυλακή. Ως φοιτητής σε Βιβλικό Κολλέγιο, του άρεσε να πηγαίνει στα μπαρ και να είναι η ψυχή της διασκέδασης. Του άρεσε επίσης να κοροϊδεύει τους ανθρώπους, ιδιαίτερα τους Χριστιανούς.
Μια μέρα ένας φίλος του τον κάλεσε σε μια Βιβλική συμμελέτη. Πήγε μόνο και μόνο για να πειράξει μετά τους Χριστιανούς. Προς μεγάλη του έκπληξη όμως, ευχαριστήθηκε στη συμμελέτη. Για πρώτη φορά είδε ανθρώπους που πραγματικά γνώριζαν και αγαπούσαν τον Θεό. Πήγαινε κάθε βράδυ. Πριν τελειώσει η βδομάδα γονάτισε στο κρεβάτι του και ζήτησε από τον Θεό να συγχωρέσει τις αμαρτίες του.
Οι φίλοι του είδαν αμέσως την αλλαγή στη ζωή του. Δεν πήγαινε πια στα μπαρ ούτε κορόιδευε τους ανθρώπους. Περνούσε την ώρα του διαβάζοντας το λόγο του Θεού, μιλώντας για τον Θεό και πηγαίνοντας στην εκκλησία. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι οι φίλοι του δεν τον ήθελαν πια.
Όταν είπε στον πατέρα του ότι ήθελε να γίνει ιεραπόστολος, ο πατέρας του στενοχωρήθηκε, του είπε ότι δεν θα του δίνει πλέον χρήματα για τη Σχολή του.
Προσευχή
Ο George Müller κατάλαβε ότι ο Θεός τον καλούσε στην υπηρεσία Του και γύρισε στο κολλέγιο. Δεν ήξερε πώς θα πληρώνει τα δίδακτρα. Γονάτισε και ζήτησε από τον Θεό να αναλάβει. Προς μεγάλη του έκπληξη, μια ώρα αργότερα, ένας καθηγητής χτύπησε την πόρτα. Του πρόσφερε μια θέση να παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα – με πληρωμή. Ήταν η αρχή της εξάρτησης του  από τον Θεό.
Αφού τέλειωσε το κολλέγιο, ήταν έτοιμος να αρχίσει την ιεραποστολική διακονία του στο Λονδίνο. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: έπρεπε να κάνει ένα χρόνο υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας. Βιαζόταν πολύ να αρχίσει τη διακονία του, αλλά αρρώστησε βαριά. Δεν μπορούσε να υπηρετήσει στο στρατό και ήταν ελεύθερος να πάει στην Αγγλία ως ιεραπόστολος.
Το Ορφανοτροφείο
Έγινε ποιμένας μιας μικρής εκκλησίας στην Αγγλία. Η εκκλησία ήθελε να του δίνει ένα καλό μισθό από τα χρήματα που έπαιρνε από την ενοικίαση στασιδιών στα πλούσια μέλη της αδελφότητας που καθόντουσαν μπροστά. Οι φτωχοί καθόντουσαν σε «φτηνά» καθίσματα πίσω. Όμως τους είπε ότι αυτή η συνήθεια έπρεπε να σταματήσει αν τον ήθελαν για ποιμένα τους. Επιπλέον δεν δεχόταν μισθό. Eμπιστευόταν τον Θεό να καλύψει τις ανάγκες του, και ο Θεός το έκανε. Όμως άρχισε να αισθάνεται ότι ο Θεός τον καλούσε σε μια άλλη διακονία.
Κάθε μέρα που περπατούσε στους δρόμους, έβλεπε ορφανά παιδιά. Ζούσαν στους δρόμους ή σε κρατικά φτωχοκομεία, όπου τα κακομεταχειριζόντουσαν. Άκουγε το κάλεσμα του Θεού να ανοίξει ένα ορφανοτροφείο για να φροντίσει αυτά τα παιδιά.
Προσευχόταν, ζητώντας από το Θεό ένα κτίριο, κατάλληλο προσωπικό, έπιπλα και χρήματα για ρουχισμό και τρόφιμα. Οι ανάγκες του Ορφανοτροφείου καλύπτονταν κάθε μέρα. Μερικές φορές κάποιος πλούσιος έστελνε ένα γενναιόδωρο ποσό ή ένα παιδί θα έδινε ένα μικρό ποσό που είχε πάρει ως δώρο ή επειδή έκανε δουλίτσες. Πολλές φορές, τα εφόδια ή τα χρήματα έρχονταν τη τελευταία στιγμή, αλλά ο Θεός πάντα φρόντιζε και ποτέ δεν ήταν ανάγκη να μιλήσει για τις ανάγκες του Ορφανοτροφείου. Απλά προσευχόταν και πρόσμενε τον Θεό.
Mε το πέρασμα των ετών, πάνω από 10.000 παιδιά πέρασαν από το Ορφανοτροφείο. Όταν ένα παιδί μεγάλωνε και μπορούσε να μείνει μόνο του, ο George Müller προσευχόταν μαζί του και έβαζε μια Βίβλο στο δεξί του χέρι και ένα νόμισμα στο αριστερό. Εξηγούσε στο νεαρό ότι, αν κρατούσε σφιχτά εκείνο που ήταν στο δεξί του χέρι, ο Θεός θα φρόντιζε πάντα να έχει και κάτι στο αριστερό του.
Πέρασαν 165 χρόνια από τότε που ο George Müller φιλοξένησε το πρώτο του ορφανό. Ο οραματισμός του συνεχίζεται και σήμερα καθώς Χριστιανοί σ’ όλο τον κόσμο εμπνέονται να εξαρτώνται από τον Θεό να καλύψει τις ανάγκες τους και τις ανάγκες αβοήθητων παιδιών.